Το Άγιο Πάσχα

Το Άγιο Πάσχα

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ
Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του τσαγκάρη, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Υπάρχουν τόσα και τόσα μοντέλα παπουτσιών που μπορούμε εύκολα να αγοράσουμε κι όταν χαλάσουν δεν τα πηγαίνουμε για επισκευή αλλά τα πετάμε και αγοράζουμε καινούργια. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Εμείς θα παρουσιάσουμε κάποια από τα επαγγέλματα που βρήκαμε ερευνώντας τις παλιότερες εποχές τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να εκλείψουν, έτσι για να μην ξεχαστούν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της παράδοσής μας.
Αγωγιάτης.
Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες αφού και μια απόσταση μικρή για τα σημερινά δεδομένα, π.χ. για να πάμε από το χωριό στο Αιτωλικό που είναι 9 χιλιόμετρα, φαινόταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε οι άνθρωποι να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Έτσι έχαναν πολύ χρόνο αλλά και κουραζόταν. Σκεφτείτε τώρα τις δυσκολίες που είχαν για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Γι αυτό υπήρχαν κάποιοι που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό μας σε άλλα χωριά κουβαλώντας ανθρώπους και εμπορεύματα.
Ντελάλης
Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές του χωριού είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Έτσι όταν ήθελαν να ανακοινώσουν κάτι στους κατοίκους είχαν το ντελάλη. Δουλειά του ήταν να γυρίζει σε όλο το χωριό και να φωνάζει αυτό που έπρεπε να μάθουν όλοι οι χωριανοί. Κυρίως στεκόταν στα ψηλότερα σημεία  για να μπορεί να ακούγεται από όσο το δυνατόν περισσότερους.  Αυτό το σημείο λοιπόν ήταν ιδανικό για το ντελάλη έτσι ώστε να ακουστεί από πολλούς συγχωριανούς. Ο ντελάλης έπρεπε να είναι βροντόφωνος για να μπορεί να φωνάζει δυνατά και να τον ακούνε και υπομονετικός γιατί έπρεπε να γυρίσει όλο το χωριό και να φωνάζει για να μεταφέρει το μήνυμα. Πληρωνόταν από την Κοινότητα. Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα μπορεί πιο εύκολα να ανακοινώσει η Κοινότητα αυτό που θέλει στους κατοίκους, κι έτσι δε χρειάζεται ο ντελάλης.
Νεροκόπος (Υδρονομέας).
Στο χωριό μας υπήρχαν πολλές πηγές που κυλούσαν τα νερά τους  περνώντας από τους κήπους και τα χωράφια. Απ αυτά τα νερά οι κάτοικοι του χωριού μας πότιζαν τα χωράφια τους. Έφραζαν το αγώγι και οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι πότιζαν. Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος το αγώγι για να ποτίσει και διαμαρτύρονταν ο άλλος που περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό. Έπρεπε λοιπόν να μπει μια τάξη. Έβαλαν λοιπόν το νεροκόπο που δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη διανομή του νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Στην αρχή τον πλήρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αργότερα όμως τον πλήρωνε η Κοινότητα. Δούλευε μέρα και νύχτα γιατί αλλιώς δε θα προλάβαιναν να ποτίσουν όλοι οι κάτοικοι. Κρατούσε μια τσάπα κι ανάλογα έφραζε το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι του κατοίκου που είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι κανένας δε διαμαρτυρόταν. Ανάλογα με τη σειρά που πήγες και δήλωσες ότι θέλεις να ποτίσεις, γραφόσουν στη λίστα και κρατούσαν την προτεραιότητα αδιαμαρτύρητα.
Πεταλωτής
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Καλαθάς
Καλαθάδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Επειδή χρειάζονταν καλάθια για το μάζεμα της ελιάς, του καπνού αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων τους υπήρχαν οι καλαθάδες που έφτιαχναν καλάθια από καλάμια. Βέβαια πολλοί τα έφτιαχναν και μόνοι τους στα σπίτια τους και δεν αγόραζαν από τους καλαθάδες. Οι καλαθάδες έπαιρναν καλάμια που τα μάζευαν από τις όχθες των ποταμών και των βάλτων και τα έκοβαν κατά μήκος με ειδικά μαχαίρια. Τις λουρίδες αυτές από τα καλάμια τις έπλεκαν κι έφτιαχναν καλάθια και πανέρια σε διάφορα μεγέθη.
Γανωτής
Ο γανωτής μέχρι και πριν από 30 χρόνια περίπου γύριζε στο χωριό μας και φώναζε για να τον ακούσουν οι χωριανοί και να πάνε τις κατσαρόλες τους και τα άλλα σκεύη της κουζίνας και να τα γανώσουν. Είχε ένα μεταλλικό κυλινδρικό σκεύος με ένα χερούλι από πάνω σαν κουβά. Στο κάτω μέρος έβαζε φωτιά για να βράζει το καλάι που βρίσκοντας στο πάνω μέρος του δοχείου σε ένα σκεύος. Με το λιωμένο ασημόχρωμο καλάι, έβαφε (γάνωνε) κουτάλια, πιρούνια, μαχαίρια, ταψιά, κατσαρόλες και στη συνέχεια τα σκούπιζε με ένα βαμβάκι για να πάρουν γυαλάδα. Το λιωμένο καλάι το ανακάτευε με ένα μεταλλικό μπαστουνάκι.
Ομπρελάς
Ο ομπρελάς που κάπου - κάπου κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στις μέρες μας επισκεύαζε κατεστραμμένες ομπρέλες. Σήμερα βέβαια σπάνια επισκευάζουμε την ομπρέλα μας. Αν χαλάσει αγοράζουμε καινούργια.
Καρεκλάς
Ο καρεκλάς ήταν αυτός που έφτιαχνε καρέκλες, Έφτιαχνε πρώτα τον ξύλινο σκελετό της καρέκλας και στη συνέχεια έπλεκε με ψάθα τη βάση της καρέκλας όπου θα κάθονταν οι άνθρωποι. Αυτό γινόταν για να είναι πιο αναπαυτικές οι καρέκλες.
Ο σιδεράς
Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ότι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Είχαν ένα μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω στο αμόνι. Το αμόνι ήταν μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν και γέμιζε και με μουντζούρες.
Οι ξυλοκόποι και οι πριονιτζήδες
Οι ξυλοκόποι ή μπαλτατζήδες πήγαιναν στο δάσος με τα τσεκούρια τους (μπαλτάδες) και έκοβαν ξύλα και τα πελεκούσαν. Οι ξυλοκόποι όπως διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή Μολινού 'Επώνυμα και Συντεχνίες'  ήταν πολύ σημαντικοί σε περίοδο πολέμων αφού αυτοί πήγαιναν μπροστά και άνοιγαν δρόμους στο δάσος. Ήταν κάτι σαν το σημερινό Μηχανικό του στρατού. Τα ξύλα αυτά έπαιρναν μετά οι πριονιτζήδες και τα έκοβαν με τα πριόνια και τα έκαναν σανίδια. Αυτοί είχαν ένα πριόνι με δυο λαβές και το χειρίζονταν δυο άτομα που κάθονταν αντικριστά και έδιναν τη μορφή που ήθελαν στους κορμούς των δέντρων που έκοψαν οι ξυλοκόποι.
Ο Τσαγκάρης
Ο τσαγκάρης που μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα αλλά όχι με τις δουλειές που έκανε κάποτε, επισκεύαζε χαλασμένα παπούτσια. Τα χρόνια εκείνα δεν είχαν την πολυτέλεια οι άνθρωποι να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν τα παλιά τους. Τα πήγαιναν λοιπόν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε. Τα μπάλωνε αν κάπου είχαν σχιστεί, τα κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες όταν είχαν φθαρεί οι παλιές. Σήμερα βέβαια αυτό το επάγγελμα πάει να χαθεί αφού πριν καλά καλά χαλάσουν τα παλιά μας τα παπούτσια, αγοράζουμε καινούργια.
Ρετσινοσυλλέκτες
Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική ρετσίνα.
Καμίνι
Το καμίνι το είχε κάποιος συγκάτοικός μας για να φτιάχνει ασβέστη. Αυτό ήταν σαν φούρνος ανοιχτός από πάνω όπου έβαζαν κομμάτια από τα πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής μας και άναβαν από κάτω δυνατή φωτιά που έκαιγε δυο τρεις μέρες συνέχεια κι έτσι έκαναν τον ασβέστη
Πολλά απο αυτά τα επαγγέλματα χάθηκαν. Έτσι είναι κι έτσι πρέπει να γίνεται γιατί ο κόσμος εξελίσσεται και προοδεύει. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας όμως κάθε φορά που θα θυμούνται τον τσαγκάρη, το σιδερά, το γανωτή και όλους τους άλλους, θα θυμούνται με νοσταλγία τις καλές εποχές που εκείνοι έζησαν και που ήταν καλές εποχές παρόλο που είχαν τις δυσκολίες τους γιατί απλά ήταν οι εποχές που κι εκείνοι ήταν παιδιά.
Σε μας έμειναν κάποια επώνυμα που βγήκαν από τα επαγγέλματα για να θυμούμαστε κι εμείς αυτούς που με όλες τις δυσκολίες της εποχής έβγαζαν το ψωμί τους. Πολλά απο αυτά έχουν τη ρίζα τους σε τούρκικες ονομασίες αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αφού μετά από 400 χρόνια σκλαβιά στους τούρκους είχαμε πάρει πολλές τουρκικές λέξεις. Παρακάτω θα αναφέρουμε μερικά επώνυμα της περιοχής μας που έχουν την προέλευσή τους σε επαγγέλματα (που φυσικά σήμερα δεν υπάρχουν) και δίπλα θα αναφέρουμε και την προέλευσή τους.
Χαλκιάς : Αυτός που επεξεργάζονταν το χαλκό, ο σιδεράς
Σιδέρης : Όπως και το παραπάνω έχει σχέση με το επάγγελμα του σιδερά
Καρεκλάς : Αυτός που έφτιαχνε καρέκλες
Βογιατζής : Αυτός που έβαφε. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη boya που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα για να δηλώσουμε το χρώμα.
Λαγουμτζής : Είναι εκπρόσωπος ενός ένδοξου επαγγέλματος όπως πάλι διαβάσαμε στο βιβλίο του Στρατή Μολινού 'Επώνυμα και Συντεχνίες' ειδικά στην περίοδο του πολέμου. Τότε όταν γινόταν κάποια πολιορκία, οι λαγουμιτζήδες αναλάμβαναν να ανοίξουν σήραγγες (λαγούμια) κάτω από τα τείχη του φρουρίου, κι έβαζαν εκεί τα εκρηκτικά τους. Με την ανατίναξη των λαγουμιών τα τείχη ράγιζαν και πολλές φορές έπεφταν τελείως. 'Στα τούρκικα η σήραγγα λέγεται lagim δηλ. λαγούμι και ο ειδικός στη διάνοιξή τους lagimci'.
Κατρατζής : Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.
Καλαφάτης : Η δουλειά του ήταν παρόμοια με του κατρατζή.
Καλφόπουλος : Από τη λέξη κάλφας που σήμαινε τον μαθητευόμενο ράφτη ή τσαγκάρη
Μαδεμλής : Είχε σχέση με την εξόρυξη και κατεργασία του χυτοσιδήρου που ακόμα και σήμερα ακόμα το λέμε μαντέμι η λέξη όμως είναι τούρκικη. Maden στα τούρκικα θα πει ορυκτό, μετάλλευμα.
Καϊτατζής : Προέρχεται από το μουσικό που έπαιζε γκάιντα (gayda).
Καλάης : Προφανώς το όνομα αυτό έχει τη ρίζα του στο επάγγελμα του γανωτή και στο καλάι που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του.
Καφετζής : Το γνωστό επάγγελμα του καφεπώλη στα ελληνικά καφενεία.

ΓΕΩΡΓΙΑ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
Από την προηγούμενη χρονιά έσκαβαν γύρω από το κάθε δέντρο ένα λάκκο και έβαζαν κοπριά. Έτσι το χειμώνα μαζευόταν το νερό της βροχής μέσα στο λάκκο και ποτιζόταν το δέντρο και με την κοπριά σα λίπασμα οι ρίζες του δέντρου έβρισκαν όλα τα απαραίτητα συστατικά για να κάνουν πλούσιο καρπό. Σήμερα χρησιμοποιούν λιπάσματα που κι αυτά βοηθούν το δέντρο της ελιάς να δώσει πλούσιο καρπό, όμως δε μπορούμε να πούμε ότι είναι τόσο αγνά τα λιπάσματα όπως η κοπριά εκείνης της εποχής.
Στα τέλη του Απριλίου μπόλιαζαν τα μικρά δέντρα που τα έλεγαν "καθερίδια" γιατί δεν έκαναν καλούς καρπούς. Χάραζαν τα "καθερίδια" στον κορμό τους με το μαχαίρι ένα σταυρό. Στο σημείο αυτό έβαζαν ένα κομμάτι φλούδα από ένα μεγαλύτερο δέντρο και το έδεναν για να κάνει τον άλλο χρόνο ωραίους καρπούς.
Συνήθως επειδή τα μέρη όπου υπήρχαν τα κτήματα ήταν σε πλαγιές, έχτιζαν γύρω από τα δέντρα πεζούλες, γιατί με τις βροχές τα χώματα έφευγαν και οι ρίζες έμεναν γυμνές.
Μόλις τέλειωναν το ελαιομάζωμα - το πολύ μέχρι το Φεβρουάριο - κλάδευαν τα δέντρα, δηλαδή έκοβαν τα περιττά κλαδιά για να μεγαλώσουν καλύτερα τα άλλα.
ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
Μια από τις κυριότερες ασχολίες των κατοίκων του χωριού μας είναι και η καλλιέργεια της ελιάς. Το τίναγμα αρχίζει το Νοέμβριο.
Παρόλο που οι νέοι αποφεύγουν να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους στο μάζεμα της ελιάς, σήμερα η διαδικασία είναι πιο εύκολη από παλιά.
Παλιά ξεκινούσαν το πρωί πριν ακόμα βγει ο ήλιος με το γαϊδουράκι φορτωμένο με τα σύνεργα και το φαγητό για όλη την οικογένεια και πήγαιναν όλοι μαζί να τινάξουν τις ελιές. Από το Σεπτέμβριο έπρεπε να καθαρίσουν το χώρο γύρω από τα λιόδεντρα ώστε να μην έχει μεγάλα χόρτα γιατί έτσι θα έχαναν τις ελιές που θα έπεφταν από τα λιόδεντρα. Πριν αρχίσουν να μαζεύουν τις ελιές πήγαιναν και μάζευαν τις ελιές που είχαν πέσει κάτω από δέντρο από τον αέρα, το λεγόμενο χαμολόι. Αυτό το έβγαζαν ξεχωριστά λάδι γιατί ήταν κατώτερης ποιότητας από τις ελιές που θα έπαιρναν από πάνω από το δέντρο. Σήμερα βέβαια απλώνουν τα λιόπανα, που είναι πλεκτά πλαστικά πανιά, κι έτσι οι ελιές που πέφτουν από τα δέντρα δεν μπερδεύονται με τα χόρτα. Λιόπανα είχαν και παλιότερα που τα έφτιαχναν από τρίχα κατσίκας και αργότερα από λινάτσα.
Οι άνδρες αναλάμβαναν και τότε όπως και τώρα να τινάξουν τον καρπό από τα δέντρα και οι γυναίκες με τα παιδιά τις μάζευαν από το χώμα παλιότερα και από τα λιόπανα σήμερα και τις πηγαίνουν για λίχνισμα.
Οι ελαιοπαραγωγοί ακόμα από το καλοκαίρι έφτιαχναν τα σύνεργά τους: σκάλα και βέργα. Πήγαιναν στο βουνό και έψαχναν για ψηλούς ίσιους πεύκους για να τους κάνουν σκάλες για τις ελιές. Οι σκάλες ήταν απλές και γινόταν από λεπτά ίσια πεύκα που αφού τα έκοβαν τα καθάριζαν από τις φλούδες τους και έκοβαν και τα κλαδιά τους 10-15 εκατοστά από το σημείο που φύτρωναν στον κορμό έτσι ώστε να τα χρησιμοποιούν για σκαλοπάτια. Οι σκάλες ήταν μονές κι όχι διπλές όπως οι πιο γνωστές σημερινές σκάλες για να μπορούν πιο εύκολα να τοποθετούνται ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου. Βέβαια οι σημερινές είναι σιδερένιες ή αλουμινένιες. Όμως η μορφή τους και η χρήση τους παραμένει η ίδια.
Οι άντρες λοιπόν ανέβαιναν στα δέντρα και με μια βέργα τίναζαν τις ελιές από τα κλαδιά. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν τα χτένια. Οι γυναίκες και τα παιδιά όπως είπαμε ήταν από κάτω από το δέντρο και μάζευαν τις ελιές.
Στη συνέχεια τις πήγαιναν στη λιχνίστρα και τις λίχνιζαν. Αυτό γινόταν για να ξεχωρίσουν τον καρπό από τα φύλλα. Παλιότερα ξεχώριζαν τις ελιές από τα φύλλα με τα χέρια. Αυτό όμως σήμαινε μεγάλη καθυστέρηση. Έφτιαξαν λοιπόν ένα εργαλείο που το ονόμασαν λιχνίστρα. Οι λιχνίστρες ήταν κάτι σαν τσουλήθρες που αποτελούνταν από στενόμακρα ξύλα το ένα δίπλα στο άλλο που άφηναν μεταξύ τους κάποιο κενό. Όταν έριχναν τις ελιές που ήταν ανακατεμένες με τα φύλλα στη λιχνίστρα αυτές κατρακυλούσαν προς τα κάτω και τα φύλλα έπεφταν από τα κενά που υπήρχαν κάτω από τη λιχνίστρα. Έτσι στη βάση της λιχνίστρας συγκεντρώνονταν καθαρές ελιές και κάτω απ' αυτήν τα φύλλα. Πολύ παλιά όταν δεν είχαν ακόμα λιχνίστρες, για να ξεχωρίσουν τις ελιές από τα φύλλα, έπαιρναν με ένα πιάτο τις ελιές που ήταν ανακατεμένες με τα φύλλα και τις πετούσαν λίγο πιο πέρα όπου είχαν στρώσει παλιές κουβέρτες. Οι ελιές, που ήταν και πιο βαριές, έφταναν στις κουβέρτες ενώ τα φύλλα που ήταν πιο ελαφριά έπεφταν πιο πριν πάνω στο χώμα.
Όταν τέλειωναν όλα τα δέντρα πήγαιναν τις ελιές στο ελαιοτριβείο. Εκεί με κάποια επεξεργασία έφτιαχναν το λάδι και το πήγαιναν στο σπίτι τους όπου το αποθήκευαν σε μεγάλα κιούπια (πιθάρια).
Βέβαια δεν έφτιαχναν όλες τις ελιές λάδι. Κάποιες απ' αυτές τις διάλεγαν και τις έκαναν ελιές για να τις φάνε.
Αυτές ήταν τριών ειδών : Οι σπαστές ή φλαστάδες, οι χαρακιαστές και οι αλατοελιές.
Οι σπαστές ή φλαστάδες
Πριν οι ελιές μαυρίσουν κατά το μήνα Σεπτέμβριο περίπου διάλεγαν μερικές για να τις κάνουν σπαστές τις λεγόμενες φλαστάδες. Αυτό το έκαναν για να έχουν φρέσκες φαγώσιμες ελιές το Φθινόπωρο επειδή οι μαύρες ελιές της νέας σοδειάς θα αργούσαν ακόμα. Αυτές τις έσπαζαν με μια πέτρα και τις έβαζαν μέσα σε νερό που το άλλαζαν τακτικά μέχρι να ξεπικρίσουν. Μετά έκαναν άλμη έβαζαν και μάραθο και τις έβαζαν σε μικρά πήλινα δοχεία.
Χαρακιαστές
Αυτές που ήταν μεγάλες και είχαν ένα καφεπράσινο χρώμα και η επιφάνειά τους ήταν λεία τις έκαναν χαρακιαστές. Τις έλεγαν έτσι διότι τις χάραζαν σε διάφορα σημεία και μετά τις έβαζαν για μερικές μέρες μέσα στο νερό το οποίο άλλαζαν συχνά μέχρι να φύγει η πίκρα της ελιάς. Μετά τις άφηναν στο αλάτι και το νερό (δηλαδή σε άλμη) όπου έβαζαν λεμόνι και ξινό ή και ξύδι και ήταν έτοιμες να τις φάνε. Και αυτές τις έβαζαν σε πήλινα δοχεία.
Αλατοελιές
Αλλες τις έκαναν αλατοελιές. Οι αλατοελιές έχουν μαύρο χρώμα και η επιφάνειά τους είναι ρυτιδιασμένη. Αυτές τις έβαζαν μέσα σε σκέτο αλάτι. Η αναλογία ήταν 2 κιλά αλάτι χοντρό σε 10 κιλά ελιές. Έβαζαν κατά στρώσεις, μια στρώση ελιές μια στρώση αλάτι. Τις έβαζαν σε ξύλινες κάσες για να φεύγουν τα υγρά που δημιουργούνταν από το αλάτι και τις ελιές. Εκεί ψήνονταν με το αλάτι και έφευγε η πολύ η πίκρα και γινόταν οι μαύρες ελιές.